- ἀντιθήγω
- ἀντιθήγω,A whet against another,
ὀδόντας ἐπί τινα Luc.Par.51
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀδόντας ἐπί τινα Luc.Par.51
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντιθήγω — ἀντιθήγω (Α) ακονίζω κι εγώ τα δόντια μου εναντίον αυτού που ακονίζει τα δικά του εναντίον μου … Dictionary of Greek
ἀντιθήγει — ἀντιθήγω whet against pres ind mp 2nd sg ἀντιθήγω whet against pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήγω — και θάγω (Α) 1. οξύνω, ακονίζω 2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με ω (λ.χ. η γλώσσα τού Ησυχίου τεθωγμένοι μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας … Dictionary of Greek